μεταπεμπτέος

From LSJ
Revision as of 12:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπεμπτέος Medium diacritics: μεταπεμπτέος Low diacritics: μεταπεμπτέος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: metapemptéos Transliteration B: metapempteos Transliteration C: metapempteos Beta Code: metapempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent for, Th.6.25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.

Greek Monotonic

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).

Middle Liddell

μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.