προεκπηδάω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A leap out before, Thphr.CP1.19.1,4.6.7; τῆς τάξεως D.S.12.64: metaph., [πάθος] π. τοῦ λόγου Them.Or.19.232d.
German (Pape)
[Seite 719] heraus- u. vorspringen, D. Sic., Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπηδάω: ἐκπηδῶ πρότερον τῆς τάξεως Διόδ. 12. 64, πρβλ. Θεμίστ. 232D· ― ῥημ. ἐπίθ., -πηδητέον, Κλήμ. Ἀλ. 201.
Russian (Dvoretsky)
προεκπηδάω: выскакивать, устремляться вперед (τῆς τάξεως Diod.).