φιλοκαρποφόρος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκαρποφόρος Medium diacritics: φιλοκαρποφόρος Low diacritics: φιλοκαρποφόρος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: philokarpophóros Transliteration B: philokarpophoros Transliteration C: filokarpoforos Beta Code: filokarpofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing fruit abundantly, θέρος ib.6.42.

German (Pape)

[Seite 1280] gern Frucht tragend, fruchtreich, θέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαρποφόρος: -ον, ὁ ἀφθόνως καρποφορῶν, θέρος Ἀνθ. Παλ. 6. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très fécond.
Étymologie: φίλος, καρποφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει άφθονους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καρποφόρος.

Greek Monotonic

φῐλοκαρποφόρος: -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκαρποφόρος: охотно приносящий плоды, т. е. обильный плодами (θέρος Anth.).

Middle Liddell

φῐλο-καρποφόρος, ον,
bearing fruit abundantly, Anth.