ἀδιάλεκτος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον,
A without conversation, βίος solitary life, Phryn.Com.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλεκτος: ὁ ἄνευ διαλέξεως, ἀδ. βίος, μεμονωμένος βίος· Φρύν. κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1.
Spanish (DGE)
-ον
sin nadie con quien hablar, solitario, βίος Phryn.Com.19.