ἀκυρολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῡρολογία: ἡ, ἀκατάλληλος φράσις, καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
gram. dicción incorrecta Hdn.Gr. en An.Boiss.3.262, Phlp.Aet.157.9, Charis.270, Isid.Etym.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.
Greek Monolingual
η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῑς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].