ἀνάσιμος

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσῑμος Medium diacritics: ἀνάσιμος Low diacritics: ανάσιμος Capitals: ΑΝΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: anásimos Transliteration B: anasimos Transliteration C: anasimos Beta Code: a)na/simos

English (LSJ)

ον,

   A snub-nosed, Ar.Ec.940.    2 generally, turned up at end, ὀδόντες ἀ., of the elephant's tusks, Arist.HA501b33; ἀ. πλοῖα Id.Pr.932a18; of a horse's neck, curved up, Simon Eq.6.

German (Pape)

[Seite 207] stülpnasig, mit oben eingedrückter, unten aufgeworfener Nase, Ar. Eccl. 940; übh. aufwärts gebogen, ὀδόντες, Arist.; ἀνάσιμα τὰ πλοῖα ποιοῦσιν, Ggstz όρθά, Arist. Probl. 23, 5. Vgl. ἀνάσιλλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσῑμος: -ον, Λατ. resīmus, ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, ἤτοι ἐστραμμένην πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 940. 2) καθόλου, ὁ κατὰ τὸ ἓν ἄκρον ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὀδόντες ἀν., ἐπὶ τῶν χαυλιοδόντων τῶν ἐλεφάντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 5· ἀν. πλοῖα ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 5, 4.

Spanish (DGE)

(ἀνάσῑμος) -ον
1 de nariz respingonade una joven, Ar.Ec.940.
2 curvado, retorcido hacia arriba ὀδόντες Arist.HA 501b33, πλοῖα Arist.Pr.932a18, ἔκφυσις del cuello de un caballo, Simo Eq.6.

Greek Monolingual

ἀνάσιμος, -ον (Α) σιμός
1. αυτός που έχει μύτη σιμή, σηκωτή
2. ανασηκωμένος στη μια άκρη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσῑμος:
1) курносый Arph.;
2) загнутый вверх (τοο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.).