κακόγλωσσος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον,
A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661. II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.
German (Pape)
[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].
Greek Monotonic
κᾰκόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που ξεστομίζει κακά, βοὴ κ., κραυγή δυστυχίας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόγλωσσος: возвещающий беду, зловещий (βοή Eur.).
Middle Liddell
κᾰκό-γλωσσος, ον γλῶσσα
ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.