ἡμερόβιος

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόβῐος Medium diacritics: ἡμερόβιος Low diacritics: ημερόβιος Capitals: ΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hēmeróbios Transliteration B: hēmerobios Transliteration C: imerovios Beta Code: h(mero/bios

English (LSJ)

ον,

   A living for a day: τὸ ἡ.,= τὸ ἐφήμερον, an insect, esp. may-fly, Thphr.Metaph.29, Plin.HN11.120; of Diogenes, living from hand to mouth, Satyr. ap. Porph.Abst.p.270 N.

German (Pape)

[Seite 1166] in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόβῐος: -ον, ζῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, τό ἡμ. = τό ἐφήμερον, ἔντομόν τι, Πλίν. 11. 43· ἐπὶ ἐπαιτῶν, ἰδίως ἐπὶ τοῦ Διογένους, κτλ., ζῶν διὰ τοῦ τῆς ἡμέρας κέρδους, Σάτυρ. παρ’ Ἱερων. 2. 207. πρβλ. Θεόγνωστ. ἐν Α. Β. 1381.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρό-βιος, υδρό-βιος].