ὀξυάκανθα
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ,
A fiery thorn, Cotoneaster Pyracantha, Dsc.1.93, Gal.6.643 :—also ὀξῠ-άκανθος, Thphr.HP1.9.3,3.3.1, Gal.12.90.
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, Spitzdorn, vielleicht der Berberitzenstrauch, Diosc. u. Theophr., der ihn auch ὀξυάκανθος nennt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠάκανθα: ἡ Mespilus pyracantha, «δένδρον ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες ἄγαν· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, ἔνδοθεν πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth.
Greek Monolingual
και οξυάκανθος, η (Α ὀξυάκανθα και ὀξυάκανθος)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ἄκανθα.