ταγέω
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.
German (Pape)
[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 764.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. inf.
commander à, gén..
Étymologie: ταγός.
Greek Monotonic
τᾱγέω: είμαι άρχοντας, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος ταγέω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγέω: быть предводителем, вождем (ἁπάσης Ἀσίδος Aesch.).
Middle Liddell
τᾱγέω,
to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος τ. Aesch.