προαπολύω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A dismiss, send away before, App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 708] vorher lösen, befreien, Clem. Alex.
Greek Monolingual
Α
απελευθερώνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολύω «λύνω, απελευθερώνω»].