Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
ή, όν :
1 de Pæonie ; ἡ Παιονική (γῆ) la Pæonie;
2 de Pannonie.
Étymologie: Παιονία.
Παιονικός: пэонийский Thuc.