τριτεῖα
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
τά,
A third prize or place (formed like πρωτεῖα, δευτερεῖα, ἀριστεῖα), Pl.Phlb.22e: in sg., CIG2758,2759 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτεῖα: τά, τὸ τρίτον βραβεῖον, ἡ τρίτη θέσις· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ πρωτεῖα, δευτερεῖα, ἀριστεῖα, Πλάτ. Φίληβ. 22Ε· ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, -59.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α τριτεύω
το αξίωμα του τριευτοῡ.
(II)
τα / τριτεῑα, ΝΑ
η τρίτη κατά την τάξη θέση
νεοελλ.
το τρίτο βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. -εῖον, κατά τα πρωτεῖα, δευτερεῖα.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτεῖα: τά третий приз, третье место Plat.