κατατεθαρρηκότως Search Google

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω,

   A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.