τερατοσκόπος

From LSJ
Revision as of 20:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτοσκόπος Medium diacritics: τερατοσκόπος Low diacritics: τερατοσκόπος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: teratoskópos Transliteration B: teratoskopos Transliteration C: teratoskopos Beta Code: teratosko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A observer of τέρατα, soothsayer, diviner, Pl.Lg.933c, 933e, Arist.Fr.75, LXX De.18.11: cf. τερασκόπος.

German (Pape)

[Seite 1093] wunderbare od. widernatürliche Zeichen od. Erscheinungen beobachtend u. deutend; ἢ μάντις, Plat. Legg. XI, 933 c; Sp.; vom röm. Haruspex, Plut. Sull. 7.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τέρατα, δηλ. τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖα, μάντις, προφήτης, Πλάτ. Νόμ. 933C, Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 65, πρβλ. τερασκόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe et explique les prodiges ; ὁ τερατοσκόπος devin.
Étymologie: τέρας, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α
(στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτοσκόπος: ὁ Soph., Plat., Arst. etc. = τερασκότεος II.

English (Woodhouse)

augur, soothsayer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)