θλάστης

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάστης Medium diacritics: θλάστης Low diacritics: θλάστης Capitals: ΘΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: thlástēs Transliteration B: thlastēs Transliteration C: thlastis Beta Code: qla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1212] ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch θλάτης.

Greek (Liddell-Scott)

θλάστης: -ου, ὁ, (θλάω) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν ἐργαλεῖον = ἐμβρυοθλάστης, Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ θλάσις).

Greek Monolingual

θλάστης, ὁ (Α) θλω
1. αυτός που συντρίβει
2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης.