μυδαίνω
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
(μύδος A)
A wet, soak, φάρμακα μυδήνας A.R.3.1247, cf. 1042, Lyc. 1008; also, = σήπω, Hsch. [ῠ in διαμυδαίνω.]
German (Pape)
[Seite 213] befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μῡδαίνω: (μύδος) διαβρέχω, ὑγραίνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· ὡσαύτως = σήπω, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυδαίνω (Α)
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε -αίνω].