μονομάχιον

From LSJ
Revision as of 09:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχιον Medium diacritics: μονομάχιον Low diacritics: μονομάχιον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΟΝ
Transliteration A: monomáchion Transliteration B: monomachion Transliteration C: monomachion Beta Code: monoma/xion

English (LSJ)

τό,

   A = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sts. written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).

German (Pape)

[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.

Greek Monolingual

μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχιον: v. l. μονομᾰχεῖον (ᾰ) τό Luc. = μονομαχία.