ἀλαβαρχέω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A to be ἀλαβάρχης, J.AJ20.5.2.
German (Pape)
[Seite 88] ein αλαβάρχης sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαρχέω: εἶμαι ἀλαβάρχης, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 18. 8, 1., 20. 5, 2.
Spanish (DGE)
desempeñar el cargo de administrador general de impuestos I.AI 20.100.