ἐπιλογιστικός
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
ή, όν,
A able to calculate or take into account, θεωρία ἐ. τῶν ὑπαρχόντων Phld.Rh.2.47S.; τοῦ ἑξῆς Arr.Epict.2.10.3; calculating, prudent, Ptol.Tetr.155. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.254S., Gal.18(2).26. II. inferential, illative, [[[σύνδεσμος]]] A.D.Conj.257.18.
German (Pape)
[Seite 958] ή, όν, zum Ueberrechnen, Ueberlegen geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογιστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, φρόνιμος, Κλήμ. Ἀλ. 254.
Greek Monolingual
ἐπιλογιστικός, -ή, -όν (Α) επιλογίζομαι
1. ο ικανός να σκέφτεται
2. συνετός, φρόνιμος.