επιμαρτυρώ
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) επίμαρτυς
επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)
αρχ.
1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον
2. μέσ. ἐπιμαρτυοῦμαι, -έομαι
εξορκίζω
3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία.