bewitching
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English > Greek (Woodhouse)
adjective
soothing: V. θελκτήριος, κηλητήριος.
charming, delightful: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις, ἐπαφρόδιτος, P. and V. τερπνός, ἡδύς, V. ἐφίμερος.