αἱμοσταγής
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ές, A = αἱματοσταγής, E.Fr.384.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοστᾰγής: -ές, = αἱματοσταγής, Εὐρ. Ἀποσπ. 388.
Spanish (DGE)
(αἱμοστᾰγής) -ές
que gotea sangre, ensangrentado αἱ. ἔθνος A.Eu.365, cf. E.Fr.386c.
Greek Monotonic
αἱμοστᾰγής: -ές = αἱματο-σταγής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοστᾰγής: Eur. = αἱματοσταγής.
Middle Liddell
= αἱματοσταγής, Eur.]