διαθερμασία

From LSJ
Revision as of 18:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθερμᾰσία Medium diacritics: διαθερμασία Low diacritics: διαθερμασία Capitals: ΔΙΑΘΕΡΜΑΣΙΑ
Transliteration A: diathermasía Transliteration B: diathermasia Transliteration C: diathermasia Beta Code: diaqermasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A warming effect, Epicur. Fr.58.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
calentamiento, ardor ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur.Fr.[21.1] 3 (= Plu.2.1109e).

Greek Monolingual

η (Α διαθερμασία) διαθερμαίνω
η διαθερμία
αρχ.
πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση.

Russian (Dvoretsky)

διαθερμᾰσία: ἡ согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).