δικαιάδικος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A one neither just nor unjust, Ph.2.346.
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, der nicht gerecht u. nicht ungerecht ist, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιάδικος: ὁ, οὔτε δίκαιος οὔτε ἄδικος, Φίλων 2. 346.
Spanish (DGE)
-ον
que está entre la justicia y la injusticia εἰσὶ γὰρ εὐπάρυφοί τινες ἡμιμόχθηροι, δικαιάδικοι de los jueces corruptos, Ph.2.346.