διωρισμένως
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of διορίζω, A distinctly, separately, Arist.HA521a15, Iamb.Protr.4; definitely, Plu.2.415b.
Greek (Liddell-Scott)
διωρισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διορίζω, ὡρισμένως, σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διορίζω en forma definida (αἷμα) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.HA 521a15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα γένη fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.Protr.4 p.55.
Russian (Dvoretsky)
διωρισμένως:
1) в ограниченном месте, местами (παντελῶς ἢ δ. Arst.);
2) определенно, четко, ясно (καθαρῶς καὶ δ. ἐκθεῖναί τι Plut.).