δροσοειδής
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ές, A dew-like, Adv. -ειδῶς Gal.Nat.Fac.2.3, al., Paul.Aeg.4.17.
German (Pape)
[Seite 668] ές, thauartig, thauig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δροσοειδής: -ές, = δροσώδης, Παλλάδ. Λαυσιακ. σ. 999.- Ἐπίρ. -ῶς, Βασίλ. 1. 173 (Migne), Γρ. Νύσσ. 1. 312.
Spanish (DGE)
-ές
I 1en forma de rocío, formando gotas (πόμα) δροσοειδὲς καταρρέον (bebida) que fluye (por la garganta) como en gotas Gal.5.715.
2 portador de lluvia νεφέλη δ. ... τὸ πῦρ ἀποσβέσασα H.Mon.19.8.
II adv. -ῶς en forma de rocío, e.d. formando gotas εἰς πᾶν μόριον ἑλκόμενον τοῦ σπέρματος δ. Gal.2.85, cf. Steph.in Hp.Aph.2.208.19, Paul.Aeg.4.17.2, Sch.Gal.2.24 en ZPE 27.1977.16, τὴν δ. ἐνεσπαρμένην νοτίδα τοῖς ἄνθεσιν Basil.Hex.8.4.
Greek Monolingual
δροσοειδής (AM)
δροσώδης.