εὔτηκτος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ον, A easily melted or dissolved, Arist.Pr.865b1 (Comp.), de An.422a19, LXX Wi.19.21, Man.6.524: hence εὐτηξία, ἡ, fusibility, Arist.Mir.834a7.
German (Pape)
[Seite 1102] leicht zu schmelzen, Arist. de anim. 3, 10 probl. 1, 50 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτηκτος: -ον, εὐκόλως τηκόμενος ἢ διαλυόμενος, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 50, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].
Russian (Dvoretsky)
εὔτηκτος: легко расплавляющийся, быстро растворяющийся (τὸ ἁλμυρόν Arst.).