θανατώδης

From LSJ
Revision as of 21:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτώδης Medium diacritics: θανατώδης Low diacritics: θανατώδης Capitals: ΘΑΝΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: thanatṓdēs Transliteration B: thanatōdēs Transliteration C: thanatodis Beta Code: qanatw/dhs

English (LSJ)

ες,    A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2.    II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.

Greek Monolingual

θανατώδης, -ῶδες (AM) θάνατος
1. αυτός που προμηνύει τον θάνατο
2. αυτός που προκαλεί θάνατο, ο θανατηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θανατώδης: несущий смерть, губительный (τινι Arst.).