κατιθύς
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Adv. A opposite, c. gen., Babr.95.42, Q.S.7.136:—also κατῑθύ Herod. 8.60, Man.1.30; cf. ἰθύς 11.2.
German (Pape)
[Seite 1401] gegenüber, Qu. Sm. 7, 136, s. κατιθύ.
Greek (Liddell-Scott)
κατιθύς: Ἐπίρρ., ἀντὶ κατ’ ἰθύ, ἀπέναντι, μετὰ γεν., Κόϊντ. Σμ. 7. 136.
Greek Monolingual
κατιθύς και κατιθύ (Α)
επίρρ. στο αντίθετο μέρος, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰθύς, ἡ «ευθεία πορεία»].