κισσίον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
τό, Dim. of κισσός, A = ἀσκληπιάς, Ps.-Dsc.3.92.
German (Pape)
[Seite 1442] τό, dim. zu κισσός, Diosc.; vgl. B. A. 794, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κισσίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κισσός· ἡ ἀσκληπιάς, Διοσκ. 3. 106 (96).
Greek Monolingual
κισσίον, τὸ (Α) κισσός
1. υποκορ. του κισσός
2. το φυτό ασκληπιάδα.