λαθίφρων
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A forgetful, heedless, foolish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 6] ον, vergeßliches Sinnes, od. des gesunden Sinnes vergessend, thöricht, Hesych. erkl. ἐπιλήσμων, ἄφρων.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθίφρων: -ον, γεν. ονος, «ἄφρων, ἐπιλήσμων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λαθίφρων, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί-φρων, ματαιό-φρων].