λευκοέρυθρος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον, A = λευκέρυθρος, Procl.Par.Ptol.203.
German (Pape)
[Seite 33] = λευκέρυθρος, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοέρυθρος: -ον, = λευκέρυθρος, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 203.
Greek Monolingual
λευκοέρυθρος, -ον (Α)
βλ. λευκέρυθρος.