λιβανίζω

From LSJ
Revision as of 10:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνίζω Medium diacritics: λιβανίζω Low diacritics: λιβανίζω Capitals: ΛΙΒΑΝΙΖΩ
Transliteration A: libanízō Transliteration B: libanizō Transliteration C: livanizo Beta Code: libani/zw

English (LSJ)

   A smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.

German (Pape)

[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.