μελίσπονδα

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίσπονδα Medium diacritics: μελίσπονδα Low diacritics: μελίσπονδα Capitals: ΜΕΛΙΣΠΟΝΔΑ
Transliteration A: melísponda Transliteration B: melisponda Transliteration C: melisponda Beta Code: meli/sponda

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά,    A drink-offerings of honey, μ. θύειν Plu.2.464c, 672b, cf. Porph. Abst.2.20.

German (Pape)

[Seite 123] τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.

Greek (Liddell-Scott)

μελίσπονδα: (ἐξυπ. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, μελίσπονδα θύειν Πλούτ. 2. 464C, 672B· πρβλ. ἐλαιόσπονδα, οἰνόσπονδα.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifices où l’on fait des libations de miel.
Étymologie: μέλι, σπένδω.

Greek Monolingual

μελίσπονδα, τὰ (Α)
χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῑν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)].

Russian (Dvoretsky)

μελίσπονδα: τά (sc. ἱερά) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).