μισθόδωρος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ον, A giving wages or pay, Eubulid.1.
German (Pape)
[Seite 190] = μισθοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.
Greek (Liddell-Scott)
μισθόδωρος: -ον, ὁ δίδων μισθὸν μετὰ δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν ἔθος ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.
Greek Monolingual
μισθόδωρος, -ον (Α)
(ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. βοτρυό-δωρος].