παιδεραστής
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A paederast, pederast, lover of boys, mostly in bad sense, Ar.Ach.265(lyr.), X.An.7.4.7, Pl. Smp.192b, Eub.130, etc.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, der Knaben liebt, Knabenliebhaber, Plat. Conv. 192 b; gew. im schlimmen Sinne, Knabenschänder, Ar. Ach. 264 u. Sp., wie Luc. Vit. auct. 15. Auch vom Delphin, Ath. XIII, 606 e.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐραστὴς παίδων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 265, Πλάτ. Συμπ. 192Β, κτλ.˙ - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui aime les jeunes garçons en mauv. part PLAT, AR.
Étymologie: παῖς, ἐράω.
Greek Monolingual
ο (Α παιδεραστής)
αυτός που έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με παιδιά, ιδίως με αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἐραστής.
Greek Monotonic
παιδεραστής: -οῦ, ὁ, εραστής παιδιών, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδεραστής -οῦ, ὁ [παῖς, ἐράω] pederast.
Russian (Dvoretsky)
παιδεραστής: οῦ ὁ любитель мальчиков Plat., Arph., Xen.
Middle Liddell
παιδ-εραστής, οῦ, ὁ,
a lover of boys, Ar., Plat.