παλίμφρων
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, A changing one's mind, Lyc.1349.
German (Pape)
[Seite 449] ον, seine Gesinnung ändernd, Lycophr. 1349.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ μεταβάλλων φρόνημα, γνώμην, Λυκόφρ. 1349.
Greek Monolingual
παλίμφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αλλάζει γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. εύ-φρων].