παραλληλίζω

From LSJ
Revision as of 15:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλληλίζω Medium diacritics: παραλληλίζω Low diacritics: παραλληλίζω Capitals: ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΖΩ
Transliteration A: parallēlízō Transliteration B: parallēlizō Transliteration C: parallilizo Beta Code: parallhli/zw

English (LSJ)

   A place side by side, λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58.

German (Pape)

[Seite 488] neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλίζω: ἐπὶ παραθέσεως, ἤτοι συγκρίσεως, τίθημι δύο πράγματα ἐγγὺς ἀλλήλων καὶ συγκρίνω αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜ παράλληλος
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.