πιθηκοειδής

From LSJ
Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοειδής Medium diacritics: πιθηκοειδής Low diacritics: πιθηκοειδής Capitals: ΠΙΘΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pithēkoeidḗs Transliteration B: pithēkoeidēs Transliteration C: pithikoeidis Beta Code: piqhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.

German (Pape)

[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκοειδής: похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.