πλαγίωσις
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
εως, ἡ, A = πλαγιασμός, Hsch. s.v. λόξωσις.
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, = πλαγιασμός, Hesych. v. λόξωσις.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγίωσις: -εως, ἡ, = πλαγιασμός, Ἡσύχ. ἐν λ. λόξωσις.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α πλαγιώ
(κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός».