προβραχής
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ές, A shallow, τὰ π. Plb.1.47.1.
German (Pape)
[Seite 713] ές, od. προβραχύς, ύ, sehr flach, als v. l. für προσβραχής, Strab. 5, 4, 5 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προβραχής: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ προσβραχής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ές, Α
αβαθής, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί προσβραχής].