ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: προσάρτημα | Medium diacritics: προσάρτημα | Low diacritics: προσάρτημα | Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ |
Transliteration A: prosártēma | Transliteration B: prosartēma | Transliteration C: prosartima | Beta Code: prosa/rthma |
ατος, τό, A appendage, Gal.5.396.
[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.
προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.
το, ΝΑ προσαρτῶ
καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.