προσαγάλλω
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
aor. -ήγηλα, A honour besides, Eup.119.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἀγάλλω), noch dazu ehren od. zieren, προσαγήλωμεν, Eupolis bei Suid. v. άγῆλαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγάλλω: ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, ἀγλαΐζω, προσέτι, «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) τιμώ επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀγάλλω «τιμώ, λατρεύω»].