τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: προκαταρχή | Medium diacritics: προκαταρχή | Low diacritics: προκαταρχή | Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΡΧΗ |
Transliteration A: prokatarchḗ | Transliteration B: prokatarchē | Transliteration C: prokatarchi | Beta Code: prokatarxh/ |
ἡ, A origin, περὶ τῆς τοῦ ἀθρόου π., title of work by Zeno Epicureus, Phld.Herc.1005.7.
ἡ, Α
1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση
2. τίτλος έργου του επικουρείου Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρχή «αρχή, έναρξη»].