προσηλυτεύω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A live in a place as a stranger, ἐν τῷ Ἰσραήλ LXXEz.14.7.
German (Pape)
[Seite 764] als Fremdling an einem Orte leben, wohnen, Sp.
Greek Monolingual
ΜΑ προσήλυτος
1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ).