σμικρύνω

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑκρύνω Medium diacritics: σμικρύνω Low diacritics: σμικρύνω Capitals: ΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: smikrýnō Transliteration B: smikrynō Transliteration C: smikryno Beta Code: smikru/nw

English (LSJ)

   A think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.

German (Pape)

[Seite 911] att. statt μικρύνω.

French (Bailly abrégé)

att. c. μικρύνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.