σκυτεῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A shoemaker's workshop, Hp. Epid.4.20, Teles p.46 H., Vit.Hom.9.
German (Pape)
[Seite 908] τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεῖον: τό, ἐργαστήριον σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκυτεύς
το εργαστήρι του σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτεῖον: τό сапожная мастерская Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτεῖον -ου, τό [σκυτεύς] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.