στεγνωτικός

From LSJ
Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνωτικός Medium diacritics: στεγνωτικός Low diacritics: στεγνωτικός Capitals: ΣΤΕΓΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stegnōtikós Transliteration B: stegnōtikos Transliteration C: stegnotikos Beta Code: stegnwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A making costive, astringent, Dsc.1.115; σ. κοιλίας ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.

German (Pape)

[Seite 932] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, στυπτικός, Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό
τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνια
αρχ.
στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.