Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπαρεδρεύω

From LSJ
Revision as of 23:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρεδρεύω Medium diacritics: συμπαρεδρεύω Low diacritics: συμπαρεδρεύω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: symparedreúō Transliteration B: symparedreuō Transliteration C: symparedreyo Beta Code: sumparedreu/w

English (LSJ)

   A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1.    2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.

Greek Monolingual

Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v. l. συμπάρειμι I).